λάμνη

λάμνη
(Lamna). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των λαμνιδών, της τάξης των λαμνιμόρφων. Περιλαμβάνει επικίνδυνους καρχαρίες μεγάλου μεγέθους, που φτάνουν σε μήκος τα 12 μ. Έχουν ατρακτοειδές και πολύ δυνατό σώμα, μικρά και πλακοειδή λέπια, οξύ ή στρογγυλό ρύγχος ανάλογα με το είδος, πολύ μεγάλο στόμα με μυτερά δόντια, μεταξύ των οποίων υπάρχουν κενά, και μαύρα μάτια χωρίς προστατευτική μεμβράνη. Το ραχιαίο πτερύγιό τους είναι πολύ ισχυρό και το χρώμα τους είναι γαλάζιο στην πλάτη και άσπρο στην κοιλιά. Μερικές φορές επιτίθενται στον άνθρωπο. Ζουν στον Ατλαντικό ωκεανό, στη Βόρεια θάλασσα και στη Μεσόγειο. Τα πιο γνωστά είδη είναι η Lamna ditropis και η Lamna nasus, που ζουν στη θάλασσα της Μάγχης και στις ευρωπαϊκές θάλασσες του Ατλαντικού ωκεανού. Με την ίδια ονομασία αναφέρονται απολιθωμένα λείψανα ψαριών αυτού του γένους, που βρίσκονται σε στρώματα των διαφόρων γεωλογικών διαπλάσεων, κυρίως της μέσης και ανώτερης κρητιδικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν απολιθωμένα λείψανα λ. στην κοιλάδα του ποταμού της Ηπείρου, Μολίτσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λάμνα — η (Α λάμνα και λάμνη) γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε να] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”